Αφιερωμένο σε όλες τις
Βασιλείες του κόσμου τούτου...
Αυτή ήταν το μίασμα!
Ούτε ο σαράφης, που έπαιρνε τις χρυσές
βέρες των μεροκαματιάρηδων για δυο ενέσεις πενικιλίνης. Ούτε η μεγαλοκυρία του
αρχοντόσπιτου κοντά στην εκκλησία, που ξυλοφόρτωνε αλύπητα τη παρακόρη τη Περσεφόνη. Ούτε βέβαια ο
άνδρας της, που "σορομαδούσε" τη κακομοίρα τη Περσεφόνη, όταν
κοιμόταν τα βράδια η μεγαλοκυρία.
Αλλά ούτε κι' ο κυρ Επίτροπος, -νοικοκύρης και
θεοσεβούμενος μαθές-, που μες τη νύχτα, κρυφάνοιγε το πορτί της
πόρνης και ξαπλαντάρωνε στο ντιβάνι της!
Όχι αυτοί, η Βασιλεία ήταν το μίασμα!
Γιατί, εκείνη έπαιρνε αντίτιμο όταν τη
"σορομαδούσαν" οι πελάτες στη κάμαρα του συνοικισμού στη Χρυσομαλλούσα...
Ήταν τότε, στα χρόνια της λαϊκής γειτονιάς,
των ανθισμένων περιβολιών αλλά και της χαμένης αθωότητας.
Πελατεία μεγάλη, δεν είχε η Βασιλεία. Ήταν
κακομούτσουνη, την είχαν πάρει και τα χρόνια...
Ποτέ δε μάλωνε με τη γειτονιά κι' ας
έφτυναν στο κατόπι της.
Περπατούσε μακριά από τα κατώφλια των
νοικοκυράδων αλλά με ψηλά κρατημένο το κεφάλι. Σα να 'βλεπε μόνο τις κορφές των δένδρων.
Πιο ψηλά, προς τον ουρανό, δε θα τολμούσε
ν' ατενίσει...
Δεν έσμιγε τα βλέμματα των άλλων η
Βασιλεία. Λες κι' αν δεν έβλεπε, δε θα την έβλεπαν κι' όλας. Και μόνο σαν
τύχαινε ξώφαλτσα ν' ανταμώσεις τα μάτια της, σ' έπιανε ένα σύγκρυο αλλιώτικο και δεν ήξερες από που να φύγεις...
Θυμάμαι εκείνα τα μάτια με τους
μελανιασμένους κύκλους ολόγυρα...
Είχαν κάτι σαν ικεσία, σαν περαστική λάμψη
αγνότητας.
Κάτι, σαν άφωνο πόνο δαρμένου σκυλιού.
Κάτι σα βουβό "κατηγορώ", σά γροθιά που σ' έβρισκε στο στομάχι και πονούσες μέχρι βαθιά στη...συνείδηση!
Ίσως γι' αυτό την υπερασπίστηκε κάποτε σε
δίκη για να μη χάσει το γυιό της, ο σπουδαίος τότε δικηγόρος Γεώργιος
Α. Βογιατζής.
Για το βουβό "κατηγορώ" ίσως, για
το πόνο του δαρμένου σκυλιού στα σκοτεινιασμένα της μάτια...
Οι παντοθειές της γειτονιάς, η κυρά Σταυρίτσα και η θειά Κατίγκω, έλεγαν πως η
Βασιλεία κάνει και ψυχικά!
Πως η χήρα με το κοιλάρφανο τη Βαγγελούδα, ζούσαν γιατί
η...πόρνη φρόντιζε! Και πως σαν πήρε φωτιά ο
παλιόπυργος της φαμελίτισσας οικογένειας και απόμειναν στο δρόμο,
η πόρνη πάλι έστειλε παπλώματα και ρουχικά για τη προίκα των κοριτσιών. Και
θέλησε να μη μαθευτεί πουθενά το χερικό...
Κι' άλλα!
Πως άφηνε μές τη νύχτα καντήλια χρυσά, στη Παναγιά
Χρυσομαλλούσα.
Πως ξέθαβαν με δικά της έξοδα ξεχασμένους
παρακατιανούς, τους έκανε και κασάκια με...καλλιγραφικά γραμμένο τ' όνομα τους
απέξω!
Έτσι λέγαν πως ήταν αυτό, το
στραπατσαρισμένο σκαρί η Βασιλεία, εκείνοι που ξέρανε.
Εγώ, μωρό της γειτονιάς τότε, ξέρω
μόνο τούτο και το θυμάμαι "σαν όνειρο σα παραμύθι τάχα". Πως πίσω
από το θολό τζάμι της στενής πόρτας της με το ξεθωριασμένο γαλάζιο
κουρτινάκι, έβλεπα όλα τα χρόνια της παιδικής μου ζωής, ένα καντήλι πάντα
αναμμένο. Κρεμόταν απο το χαμηλό ταβάνι , μπροστά σ' ενα μοναδικό εικόνισμα
κάποιας θλιμμένης Παναγιάς...
Εκείνη τη Μεγάλη
Πέμπτη, η Βασιλεία τόλμησε το παράτολμο.
Έφερε στην εκκλησιά ένα όμορφο στεφάνι με
ροζ Μαγιάτικα τριαντάφυλλα και μωβ βιολέτες, κι' ένα χαρτί γεμάτο σπιτικό
μοσχολίβανο.
Ήταν τα "μύρα" της για τον Εσταυρωμένο.
Μισοκρύφτηκε πίσω απ' το πεζούλι με τ'
ανθισμένα φλάμπουρα της εκκλησιάς, κι' έδωσε σε μας τα παιδιά, τα ταπεινά
της δώρα : " Για το Χριστό -είπε-, δώστε
τα στο κύρ-Επίτροπο".
Δε χρειάστηκε, εκείνος είχε δει.
Αφηνιασμένος θαρρείς ο "ευσεβής"
τούτος, άρπαξε το στεφάνι της Βασιλείας, το πέταξε στο χώμα και το τσαλαπάτησε
με λύσσα.
Και το μοσχολίβανο την ίδια τύχη είχε, και
η ίδια η Βασιλεία, σαν την άρπαξε απ' τα μαλλιά και τη σβούριξε χάμω
τσιρίζοντας: "Μη σε ξαναδώ κοντά στην εκκλησιά παλιοβρόμα, θα σου
ξυρίσω το κεφάλι...!
Φαίνεται, πως ο κυρ-Επίτροπος,
δεν είχε ακούσει ποτέ του πίσω απ' το παγκάρι, το: "...πόρνη
προσήλθε Σοι μύρα συν δάκρυσι, κατακενούσα Σου ποσί φιλάνθρωπε..."!
Το άλλο βράδυ, Ο Επιτάφιος ανέβαινε τη Χρυσομαλλούσης με το πιστό ποίμνιο
ν' ακολουθεί. "Αι γενεαί πάσαι " ήταν εκεί, εκτός
από τη Βασιλεία.
Στο σοκάκι της Αδαίου, κρυμμένη μες το
σκοτάδι, πεσμένη στα γόνατα ήταν η πόρνη.
Έκλαιγε, σερνόταν μες τη σκόνη, τα μαλλιά
της δεμένα στο πένθιμο μαντήλι.
Παιδί ήμουν κι' έμεινα να κοιτάζω. Μα
ήταν η Βασιλεία στ' αλήθεια;
Γιατί στο φώς της λαμπάδας, μου
φάνηκε πως εκείνη η μαυροφορούσα ήταν η γυναίκα στο εικόνισμα του σπιτιού μας: Η ίδια η...Μαρία η Μαγδαληνή!
Πολλά χρόνια μετά, έμαθα πως η Βασιλεία
πέθανε μιά Μεγάλη Πέμπτη!
"Μέγας είσαι Κύριε
και θαυμαστά τα έργα σου..."!
Τη κηδέψανε θέλοντας και μη, Μεγάλη
Παρασκευή, μαζί μ' Εκείνον...
Ντόρα Πολίτη